ξαναπαίρνω

ξαναπαίρνω
1. παίρνω πάλι κάτι
2. παίρνω πίσω κάτι που μού ανήκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναψυχώνω — 1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. μέσ. ξαναπαίρνω δυνάμεις …   Dictionary of Greek

  • εξαναπιάνω — και ξαναπιάνω (Μ ἐξαναπιάνω και ξαναπιάνω) πιάνω ξανά κάτι, ξαναπαίρνω, ξαναπιάνω …   Dictionary of Greek

  • εξαναπνέω — ἐξαναπνέω (Α) αποκτώ και πάλι την αναπνοή μου, ξαναπαίρνω ανάσα, αναπνέω και πάλι («πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… …   Dictionary of Greek

  • επεισπνέω — ἐπεισπνέω (Α) ξαναπαίρνω γρήγορα εισπνοή …   Dictionary of Greek

  • μεταπαίρνω — και ματαπαίρνω (Μ μεταπαίρνω και ματαπαίρνω) 1. ξαναπαίρνω πίσω κάτι που έχω δώσει 2. καταλαμβάνω εκ νέου, ξανακυριεύω 3. παίρνω πάλι κάποιον μαζί μου 4. (σχετικά με δρόμο) ακολουθώ και πάλι τον ίδιο …   Dictionary of Greek

  • μεταπνέω — (ΑΜ, Α και μεταπνείω) αναπνέω πάλι, ξαναπαίρνω αναπνοή, ανακουφίζομαι μσν. ξαναζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πνέω «φυσώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”